O δημόσιος διάλογος μονοπωλείται από τις εξελίξεις στην Τουρκία αλλά και από φτηνά επικοινωνιακά κόλπα, όπως η κακοφωνία περί συντάξεων και περί ολιστικού σχεδίου ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να απομένει ελάχιστος χώρος για άλλα σοβαρά ζητήματα. Σημαντικές εξελίξεις στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας σε θέματα που στο παρελθόν η Ελλάδα είχε πρωταγωνιστήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρέρχονται χωρίς ουσιαστική συζήτηση.
Η προοπτική ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε., που είχε ουσιαστικά μπει στο ψυγείο την περίοδο της κρίσης της ευρωζώνης, επανεμφανίζεται στα ευρωπαϊκά ραντάρ με πιο συγκεκριμένο τρόπο. Η ταχύτητα με την οποία θα κινηθεί η διαδικασία εξαρτάται βεβαίως από πολλούς αστάθμητους παράγοντες με κυριότερο την ικανότητα των υποψηφίων χωρών να προχωρήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να εκπληρώσουν τους όρους ένταξης. Υπάρχουν βεβαίως και αρνητικές αντιδράσεις, όπως η πρόσφατη δήλωση του Προέδρου Μακρόν ότι η διεύρυνση δεν μπορεί να γίνει πριν υπάρξει εμβάθυνση και μεταρρύθμιση της Ε.Ε.
Η ένταξη των χωρών των Βαλκανίων αποτέλεσε έναν από τους στρατηγικούς στόχους της εξωτερικής μας πολιτικής εδώ και δεκαετίες. Όταν η Ευρώπη άνοιξε, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, την πόρτα της διεύρυνσης το 2004, ολόκληρη η περιοχή των Βαλκανίων δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει, για διαφορετικούς λόγους την ευκαιρία αυτή∙ τα μεν Δυτικά Βαλκάνια βρίσκονταν ακόμα στη δίνη της αιματηρής διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας ενώ η Βουλγαρία και η Ρουμανία ήταν πιο απροετοίμαστες σε σύγκριση με τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Οι δύο αυτές χώρες εντάχθηκαν τελικά το 2007 έχοντας την πλήρη και ουσιαστική υποστήριξη της χώρας μας, που ορθώς θεωρούσε την ένταξή τους ως θετική για τα ελληνικά συμφέροντα. Στη συνέχεια η ελληνική διπλωματία και η εξωτερική μας πολιτική ήταν σταθερά προσανατολισμένη στην υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων.
Θα συνεχίσει η Ελλάδα να υποστηρίζει την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων ή θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη στάση της; Έχουν διατυπωθεί ενδιαφέροντα επιχειρήματα υπέρ της αναθεώρησης της ελληνικής στρατηγικής: ότι η ένταξη των φτωχών χωρών των Δυτικών Βαλκανίων θα μειώσει το μερίδιό μας από την πίτα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, ότι εξασθενίζουμε τη θέση μας εκχωρώντας το δικαίωμα ψήφου στο τραπέζι της συνεχούς ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης, ιδίως σε χώρες που δεν διακατέχονται από τα πιο φιλικά αισθήματα απέναντί μας. Αφού η Ε.Ε. είναι ένα κλειστό κλάμπ προνομιούχων γιατί να δώσουμε κάρτα μέλους και σε άλλους, χωρίς μάλιστα αντάλλαγμα;
Η ενδεχόμενη απώλεια ευρωπαϊκών πόρων που θα κατευθυνθούν στις φτωχότερες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων θα είναι ασφαλώς πολύ μικρότερη από τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη της ένταξης των χωρών αυτών στην ενιαία αγορά αγαθών και υπηρεσιών, στις νέες ευκαιρίες επενδύσεων και επέκτασης των ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν ήδη παρουσία στις χώρες αυτές αλλά θα λειτουργούν σε ένα ασφαλέστερο περιβάλλον. Η εμπειρία της ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας καταδεικνύει ότι ο τελικός απολογισμός είναι εξαιρετικά θετικός για τη χώρα μας. Μπορεί σε ορισμένους τομείς και κλάδους να υπήρξαν αρνητικές επιπτώσεις οι οποίες όμως υπερκαλύφθηκαν από τα κέρδη και τις ευκαιρίες που προέκυψαν με την ένταξη. Αν μάλιστα δεν είχε μεσολαβήσει η ελληνική κρίση και η οιονεί χρεοκοπία, για την οποία βεβαίως δεν ευθύνεται η διεύρυνση, η ελληνική οικονομική παρουσία στις δύο χώρες θα ήταν ακόμα πιο έντονη. Αυξήθηκαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, αυξήθηκαν οι ελληνικές επενδύσεις και αναπτύχθηκε ο τουρισμός. Το θετικό αυτό παράδειγμα αποτελεί υπόδειγμα για το τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση ένταξης των δυτικών Βαλκανίων. Η θεμελιώδης εξ άλλου ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ότι η συνεργασία είναι τελικά ωφέλιμη για όλους. Αν υποθέσουμε ότι η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευημερία τους γείτονες τόσο το καλύτερο: η ευημερία και ο πλούτος είναι σαν τις μεταδοτικές ασθένειες.
Ο σημαντικότερος όμως λόγος που επιβάλει την εμμονή της χώρας μας στην ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων είναι γεωπολιτικός. Μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι χώρες των Βαλκανίων βρέθηκαν σε διαφορετικά γεωπολιτικά στρατόπεδα και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Η ένταξη των βαλκανικών χωρών στην Ε.Ε. τερματίζει τον γεωπολιτικό κατακερματισμό της περιοχής και ξαναδίνει στη χώρα μας την δυνατότητα να αποκτήσει μια φιλική ενδοχώρα. Θέτει επίσης τέρμα στην χερσαία εδαφική απομόνωση της Ελλάδας από την υπόλοιπη Ευρώπη. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες μπορεί κανείς να μεταβεί από την Αθήνα στο Παρίσι ή το Βερολίνο με χερσαία μέσα χωρίς να διασχίσει «εχθρικό» έδαφος.
Το βεβαρυμμένο ιστορικό παρελθόν με ορισμένες υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και οι ενδεχόμενες ανοιχτές ιστορικές πληγές είναι επίσης ένα επιχείρημα που προβάλλεται από όσους έχουν επιφυλάξεις σε μια θετική ελληνική στάση στη διεύρυνση. Τα υπαρκτά αυτά προβλήματα θα βρουν κατά τη γνώμη μου την καλύτερη λύση τους μέσω της ένταξης. Η συνύπαρξη στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια και οι πολλαπλές συνεργασίες που αναγκαστικά αναπτύσσονται ανάμεσα στους πολίτες και στις αρχές των κρατών-μελών μπορεί λειτουργήσουν ως βάλσαμο ακόμα και στις πιο βαθιές πληγές που έχει χαράξει η ιστορία. Τρανή απόδειξη αποτελεί η προσέγγιση Ελλάδας – Βουλγαρίας που σήμερα πλέον βρίσκονται σε συνθήκες στρατηγικής φιλίας. Πόσοι από μας έχουν ξεχάσει ότι στην εθνική μας συνείδηση οι Βούλγαροι διεκδικούσαν συχνά από τους Τούρκους τα πρωτεία του εχθρού του έθνους μέχρι πρόσφατα;
Η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων θα δημιουργήσει συνθήκες σταθερότητας, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, δημοκρατίας και φιλίας στη γειτονιά μας. Είναι προς το συμφέρον μας. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από τον κοινωνικό αυτοματισμού που εύχεται να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα.